κουνιστός

κουνιστός
-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να κουνιέται, να λικνίζεται
2. (για άνδρα) αυτός που κουνιέται προκλητικά καθώς περπατάει, ο θηλυπρεπής, ο κίναιδος
3. (για γυναίκα) η ακκιζόμενη, η ναζιάρα, η κουνίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. κούνησα τού κουνώ κατά το σχήμα κλονίζω: κλονώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουνιστός, -ή — ό αυτός που μπορεί να κουνιέται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυγιστός — ή, ό [λυγίζω] 1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος 2. λυγισμένος, κεκαμμένος 3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος …   Dictionary of Greek

  • σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • σειστός — ή, ό / σειστός, ή, όν, ΝΜΑ [σείω] αυτός που σείεται, που κουνιέται, που ταλαντεύεται (α. «κι εκεί ψηλά που ο ίσκιος των σειστός περνά κι απλώνει», Γρυπ. β. «ὡς ὅδε γε σειστὸς ἄμα τῇ στροφῇ γίγνεται», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ταρναριστός — ή, ό, Ν [ταρναρίζω] κουνιστός («ταρναριστό περπάτημα») …   Dictionary of Greek

  • σειστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σειέται, ο κουνιστός: Έρχεται σειστός και λυγιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρανταχτός — ή, ό επίρρ. ά σειστός, κουνιστός, αυτός που κλονίζει: Τρανταχτά γέλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”